κλειθρίδιον

κλειθρίδιον
κλειθρίδιον, τὸ (Α)
1. μικρή οπή κλειδαριάς
2. μικρή χαραμάδα πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, πρβλ. λαγω-ίδιον, νυμφ-ίδιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”